Το «σύνοικο στοιχείο»

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου είναι απλώς μια μειονότητα με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού». Αυτή την απάντηση έλαβε από τους εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής κοινότητας ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, όταν, το 1907, σε μια επίσκεψή του στην Κύπρο ως Υπουργός Αποικιών, ζήτησε από τους Ελληνοκύπριους να σεβαστούν τα συναισθήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί. Πάνω από ένας αιώνας πέρασε από τότε. Πόσο όμως άλλαξε η αντίληψή μας για τους «άλλους κατοίκους» της Κύπρου; Τι παραπάνω, τι διαφορετικό μάθαμε, όλα αυτά τα χρόνια, για το «σύνοικό» μας «στοιχείο»; Τι ξέρουμε, εν τέλει, για τους Τουρκοκύπριους;
Απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί τώρα να δώσει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. «Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση (2009), φέρει την υπογραφή του γνωστού καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Niyazi Kizilyürek. Το βιβλίο συγκεντρώνει μια σειρά παλαιότερων και πιο πρόσφατων άρθρων και ομιλιών του συγγραφέα, που καταπιάνονται τόσο με την ιστορία, την κοινωνικο-πολιτική υπόσταση και την πολιτισμική ταυτότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όσο και με τις αντιλήψεις που η «αντίθετη πλευρά», δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι, διαμόρφωσε γι αυτήν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Kizilyürek, στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, η επικρατούσα αντίληψη ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους ήθελε να προσδιορίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως «μια απλή μειονότητα και αμελητέο στοιχείο». «Κι αυτό», επισημαίνει ο καθηγητής, «όχι μόνο στην ιστορική περίοδο κατά την οποία οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι προσδιόριζαν τον εαυτό τους ως μειονότητα, αλλά και μετέπειτα, όταν ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, ως δικοινοτικό κράτος, στη βάση της πολιτικής ισότητας των δύο εθνοτικών ομάδων».
Αυτή η αντίληψη, που επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του α’ μισού του 20ου αιώνα, κλονίστηκε το 1960. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που οδήγησαν στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μετέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους από «αμελητέο στοιχείο» σε εθνικό εταίρο, σε μια «κοινότητα» που σύμφωνα με τις επικρατούσες ελληνοκυπριακές αντιλήψεις της εποχής, «είχε συμπράξει με τη βρετανική αποικιακή δύναμη και την Τουρκία με μοναδικό στόχο την αποτροπή της ένωσης με την Ελλάδα». Οι Συμφωνίες κρίθηκαν έτσι ως «άδικες» για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Χαρακτηριστική της αντίληψης αυτής είναι και η φράση που συναντά κανείς στα φυλλάδια της μυστικής ένοπλης οργάνωσης Ακρίτας: «η βασική πολιτική γραμμή έναντι των Τούρκων παραμένει να κατανοήσουν ούτοι ότι δεν αποτελούν παρά μιαν απλή μειονότητα και ότι επομένως δεν δικαιούνται να έχουν τα υπερπρονόμια τα οποία σήμερον έχουν».
Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων ήταν τέτοια, που ανάγκασε τους Ελληνοκύπριους να αποδεχτούν, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους, την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και να τους αντιμετωπίσουν ως μια «κοινότητα» με την οποία μπορούσαν να συνομιλήσουν για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό. Η τουρκοκυπριακή «αμελητέα πολιτισμική μειονότητα» μετατρέπεται έτσι σε μια «κοινότητα με την οποία οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν». Υπό τη σκιά της κατοχής, ο μύθος της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο κοινοτήτων στην προ του ’74 εποχή, καλλιεργείται συστηματικά και αποκτά βαρύνουσα σημασία για τη μάχη των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην κατοχική Τουρκία. Όταν πλέον, δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ανεπανόρθωτα πληγεί, μόνο τότε οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να πιστεύουν σε αυτήν.
Όπως επισημαίνει όμως ο Niyazi Kizilyürek, αυτή η ξαφνική «ανακάλυψη των αδελφών Τουρκοκυπρίων» χρησιμοποιήθηκε μόνο ως εργαλείο ενάντια στην κατοχή, ενώ πόρρω απέχει από την ανάπτυξη μιας πολιτικής κουλτούρας που να σέβεται τη διαφορετικότητα. Ακόμα και σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή, οι Ελληνοκύπριοι δεν αντιμετωπίζουν τους Τουρκοκύπριους ως μια πολιτική κοινότητα με βούληση. Είναι διάχυτη η αντίληψη ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στη λύση του Κυπριακού. Η πολιτική πεποίθηση ότι «το κλειδί για τη λύση βρίσκεται στην Άγκυρα» οδηγεί και πάλι σε μια υποτίμηση της αυτόνομης πολιτικής βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο της ελληνοκυπριακής πλευράς, οι Τουρκοκύπριοι μοιάζουν έτσι να είναι σχεδόν «ανυπόστατοι», ένας «απών συνομιλητής». Όπως συμπεραίνει, λοιπόν, ο συγγραφέας: «Όπως στις αρχές του 20ου αιώνα, έτσι και στις μέρες μας, η παραγνώριση της ύπαρξης και της βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας μοιάζει με την εγελιανή διαλεκτική του αφέντη και του σκλάβου και έχει ως μοναδικό μέλημα την επιδίωξη άσκησης εξουσίας».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 30/8/2009

3 σχόλια:

  1. Πολλά καλό. Γράφεις «Οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου είναι απλώς μια μειονότητα με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού». Αυτόν δεν ήταν μόνον εθνοτική ταξινόμηση αλλά τζιαι ταξική. Το ίδιο ίσχυε τζιαι για τους χωρκάτες που έκαφκεν ο νήλιος για να φκάλουν το καρβέλλι, τους αρκάτες που εδουλεύκαν το μαρτέλλι τζιαι την μύστρα, τες δούλες στα σπίθκια, τους μεταλλορύχους στες γαλαρίες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ως συνήθως ένα πολλά κείμενο Κωνσταντίνα.
    το ότι οι ε/κ εν θεωρούν τους τ/κ πολιτικό υποκείμενο εφάνηκεν τζιαι το 2002-2004 όταν εξεγερτήκαν τζιαι οι ε/κ επροσπαθούσαν να επιχειρηματολογήσουν ότι η εξέγερση τους ήταν κατ' εντολήν της Άγκυρας.
    συμφωνώ τζιαι με τον Ασέρας ότι η διαχρονική υποτίμηση των τ/κ τζιαι σήμερα των εποίκων έσιει έντονο ταξικό στοιχείο. εν τζιαιμέ που η εθνοτική τζιαι η ταξική προκατάληψη σμίουν τζιαι δημιουργούν κοινωνικό ρατσισμό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Συμφωνώ και με τους δυο σας. Πολύ εύστοχη η σύνδεση εθνοτικής και ταξικής υποτίμησης από τον κυρίαρχο λόγο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή